- ιδρώα
- τα (Α ἵδρωα και ἱδρῶα) [ιδρώς]1. εξανθήματα τού δέρματος που προέρχονται από ιδρώτααρχ.ιδρώιον*.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἱδρῶα — heat spots neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιδρωτίδες — ἱδρωτίδες, αἱ (Μ) τα ιδρώα*. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού ίδρωα] … Dictionary of Greek
ιδρώτας — Υγρό που εκκρίνεται από ορισμένους αδένες (τους λεγόμενους ιδρωτοποιούς), οι οποίοι βρίσκονται σε όλες τις δερματικές περιοχές και το εκχέουν στην επιφάνεια του δέρματος. Η έκκριση του ι. ποικίλλει σημαντικά ανάμεσα στα άτομα. Είναι μεγαλύτερη… … Dictionary of Greek
ἱδρώων — ἱ̱δρώων , ἱδρόω sweat pres part act masc nom sg (epic) ἱδρῶα heat spots neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)